Πολλοί από εμάς στην πρώτη μας συγκέντρωση, επειδή δεν ήμασταν σίγουροι ότι το ΝΑ κάνει για μας, κρίναμε πολλά απ’ αυτά που είδαμε. Μπορεί να νιώσαμε ότι κανείς εκεί δεν είχε υποφέρει όσο εμείς, ή ότι δεν είχαμε υποφέρει εμείς αρκετά. Καθώς όμως ακούγαμε, αρχίσαμε να νιώθουμε κάτι καινούργιο, μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίναμε απ’ τις λέξεις, αλλά από την αναγνώριση και την πίστη: τη γλώσσα της συμπόνιας. Έχοντας τη βαθιά επιθυμία να ανήκουμε κάπου, συνεχίσαμε να ακούμε.
Βρίσκουμε την ταύτιση που έχουμε ανάγκη, καθώς μαθαίνουμε και να καταλαβαίνουμε και να μιλάμε τη γλώσσα της συμπόνιας. Για να κατανοήσουμε αυτή την ιδιαίτερη γλώσσα, ακούμε με την καρδιά μας. Η γλώσσα της συμπόνιας έχει πολύ λίγες λέξεις· πιο πολύ τη νιώθουμε παρά τη μιλάμε. Η γλώσσα αυτή δεν έχει να κάνει με κήρυγμα· ο ένας αφουγκράζεται τον άλλον. Δε χρειάζονται λέξεις για να μιλήσει στην ψυχή ενός άλλου ναρκομανή.
Εξοικειωνόμαστε με τη γλώσσα της συμπόνιας όσο την εξασκούμε. Όσο περισσότερο τη χρησιμοποιούμε με άλλους ναρκομανείς και με την Ανώτερή μας Δύναμη, τόσο περισσότερο την κατανοούμε. Μας κάνει να συνεχίζουμε να ερχόμαστε.